- οξεικός
- η , ό[ν] уксусный; производящий уксус;
τό οξεικό οξύ — уксусная кислота; — уксусная эссенция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό οξεικό οξύ — уксусная кислота; — уксусная эссенция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξεικός — ή, ό βλ. οξικός … Dictionary of Greek